ἱερόθυτα

ἱερόθυτα
ἱερόθυτος
devoted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”